μέγεθος

μέγεθος
μέγεθος, ους, τό (s. μέγας; Hom.+)
quality of exceeding a standard involving physical magnitude, size, lit. (Appian, Bell. Civ. 1, 50 §219 ἀνὴρ μεγέθει μέγας; Heraclid. Crit. 23 [p. 82, 14 Pfister]; μεγάλη τῷ μεγέθει: Ps.-Dicaearch. p. 145 ln. 5 F.; Did., Gen. 35, 10) ὑψηλὸς τῷ μεγέθει very tall indeed Hs 9, 6, 1. τὰ μεγέθη [τῶν θηρίων] the enormous size of the beasts AcPl Ha 1, 34.
quality of exceeding a standard of excellence, greatness: τὸ τῆς χαρᾶς μ.=the great joy AcPl Ha 6, 9f. Of God (ins in CB I/2, 700 no. 635, 4 τὸ μέγεθος τ. θεοῦ; Philo, Spec. Leg. 1, 293 τὸ τ. θεοῦ μ.; Ath. 22, 7 τοῦ μ. τοῦ θεοῦ. Divine hypostases Hippol., Ref. 5, 8, 3; 10, 10, 2) τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τ. δυνάμεως αὐτοῦ how surpassingly great (God’s) power Eph 1:19 (cp. Philo, Op. M. 23, end τὸ μ. [τῶν δυνάμεων θεοῦ]; see also New Docs 4, 107). ἐν μεγέθει IEph ins, to be sure, does not belong grammatically w. θεοῦ, which rather goes w. πληρώματι foll.; nevertheless it describes the nature of God. τὸ μ. τῆς μαρτυρίας the greatness of his martyrdom MPol 17:1 (cp. τῆς γνώσεως Iren. 1, 13, 6 [Harv. I, 123, 3]; Did., Gen. 115, 2). ἀπολαμβάνειν τὸ ἴδιον μ. recover their proper greatness, of a congregation ISm 11:2. μεγέθους ἐστὶν ὁ Χριστιανισμός Christianity is (truly) great IRo 3:3.—DELG s.v. μέγας. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέγεθος — greatness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — το ους, η έκταση ή ο όγκος κάποιου πράγματος (ύψος, πλάτος, μήκος, πλήθος, σπουδαιότητα κτλ.): Το μέγεθος του οικοπέδου. – Το μέγεθος της συμφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθμωτό μέγεθος — Όρος της φυσικής που σημαίνει ένα μέγεθος το οποίο καθορίζεται πλήρως από την αριθμητική τιμή του και από τη χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος. Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα …   Dictionary of Greek

  • ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • μεγέθει — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγέθεϊ , μέγεθος greatness neut dat sg (epic ionic) μέγεθος greatness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγέθη — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν …   Dictionary of Greek

  • ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • μεγεθέων — μέγεθος greatness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγεθῶν — μέγεθος greatness neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”